- ήλιψ
- ἦλιψ, ὁ (Α)δωρικό υπόδημα.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ως β' συνθετικό απαντά στις λ. νηλίπους*, νήλιπος*«ξυπόλυτος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νήλιπος — νήλιπος, ον (Α) νηλίπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνθ. λ. με α συνθετικό το στερ. πρόθημα νη * και β συνθετικό τη λ. ἦλιψ* «είδος δωρικού παπουτσιού» (βλ. και λ. νηλίπους)] … Dictionary of Greek